θεράπων

θεράπων
θερᾰπων
a adj., ministering to c. dat.

οἶκον ἥμερον ἀστοῖς, ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3

b servant

δᾶμον Ὑπερβορέων Ἀπόλλωνος θεράποντα O. 3.

16. “ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ λυσιπόνοις θεραπόντεσσιν φυλάξαι” i. e. sailors P. 4.41

Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον Pae. 5.45

ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. fig., θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ (sc. Δαμόφιλος καιρῷ) P. 4.287

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …   Dictionary of Greek

  • θεράπων — θέραψ masc gen pl θεράπων An Ox. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπόντεσσιν — θεράπων An Ox. masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπόντοιν — θεράπων An Ox. masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπόντων — θεράπων An Ox. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπον — θεράπων An Ox. masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντα — θεράπων An Ox. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντας — θεράπων An Ox. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντε — θεράπων An Ox. masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντες — θεράπων An Ox. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντι — θεράπων An Ox. masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”